lumbrileto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumbrileto | lumbriletoj |
αιτιατική | lumbrileton | lumbriletojn |
lumbrileto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lumbrileto | lumbriletoj |
αιτιατική | lumbrileton | lumbriletojn |
lumbrileto (eo)