lukseco
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukseco | luksecoj |
αιτιατική | luksecon | luksecojn |
lukseco (eo)
- η χλιδή, η πολυτέλεια
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lukseco | luksecoj |
αιτιατική | luksecon | luksecojn |
lukseco (eo)