loir
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
loir | loirs |
loir (fr) αρσενικό
- (ζωολογία) ο δασομυωξός
Εκφράσεις
επεξεργασία- dormir comme un loir - κοιμάμαι πολύ
ενικός | πληθυντικός |
loir | loirs |
loir (fr) αρσενικό