ενικός         πληθυντικός  
logger loggers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
logger < log + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

logger (en)

  1. (επάγγελμα) ο υλοτόμος
     συνώνυμα: woodcutter
  2. ο καταγραφέας
    ⮡  digital voice logger - ψηφιακός καταγραφέας φωνής
     συνώνυμα: recorder

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία