loĝio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- loĝio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝio | loĝioj |
αιτιατική | loĝion | loĝiojn |
loĝio (eo)
- το θεωρείο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | loĝio | loĝioj |
αιτιατική | loĝion | loĝiojn |
loĝio (eo)