Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
livelihood
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
livelihood
livelihoods
Ουσιαστικό
επεξεργασία
livelihood
(en)
(
μετρήσιμο
, συνήθως στον ενικό
) τα προς το
ζην
, η
ζωή
↪
He makes his
livelihood
through hard work and sweat.
Kερδίζει τη
ζωή
του με κόπο και ιδρώτα.
≈
συνώνυμα
:
living
Πηγές
επεξεργασία
livelihood
-
Oxford Learner's Dictionaries