liquefy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- liquefy < (κληρονομημένο) μέση αγγλική liquefien < αγγλονορμανδική liquefier < λατινική liquefacere
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | liquefy |
γ΄ ενικό ενεστώτα | liquefies |
αόριστος | liquefied |
παθητική μετοχή | liquefied |
ενεργητική μετοχή | liquefying |
liquefy (en)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- liquefy - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)