lipotimio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lipotimio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lipotimio | lipotimioj |
αιτιατική | lipotimion | lipotimiojn |
lipotimio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lipotimio | lipotimioj |
αιτιατική | lipotimion | lipotimiojn |
lipotimio (eo)