limdato
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limdato | limdatoj |
αιτιατική | limdaton | limdatojn |
limdato (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | limdato | limdatoj |
αιτιατική | limdaton | limdatojn |
limdato (eo)