ligno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ligno < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligno | lignoj |
αιτιατική | lignon | lignojn |
ligno (eo)
- το ξύλο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ligno | lignoj |
αιτιατική | lignon | lignojn |
ligno (eo)