liberiĝo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liberiĝo | liberiĝoj |
αιτιατική | liberiĝon | liberiĝojn |
liberiĝo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | liberiĝo | liberiĝoj |
αιτιατική | liberiĝon | liberiĝojn |
liberiĝo (eo)