letero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- letero < γαλλική lettre...
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | letero | leteroj |
αιτιατική | leteron | leterojn |
letero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | letero | leteroj |
αιτιατική | leteron | leterojn |
letero (eo)