lepro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lepro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lepro | leproj |
αιτιατική | lepron | leprojn |
lepro (eo)
- η λέπρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lepro | leproj |
αιτιατική | lepron | leprojn |
lepro (eo)