leontodo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- leontodo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leontodo | leontodoj |
αιτιατική | leontodon | leontodojn |
leontodo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leontodo | leontodoj |
αιτιατική | leontodon | leontodojn |
leontodo (eo)