legomo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- legomo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legomo | legomoj |
αιτιατική | legomon | legomojn |
legomo (eo)
- το λαχανικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | legomo | legomoj |
αιτιατική | legomon | legomojn |
legomo (eo)