leave out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | leave out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | leaves out |
αόριστος | left out |
παθητική μετοχή | left out |
ενεργητική μετοχή | leaving out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌliːv ˈaʊt/
Ρήμα
επεξεργασίαleave out (en)
- παραλείπω, δεν συμπεριλαμβάνω ή δεν αναφέρω κάποιον ή κάτι σε κάτι