leŭkocitozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leŭkocitozo | leŭkocitozoj |
αιτιατική | leŭkocitozon | leŭkocitozojn |
leŭkocitozo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | leŭkocitozo | leŭkocitozoj |
αιτιατική | leŭkocitozon | leŭkocitozojn |
leŭkocitozo (eo)