Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός lately
συγκριτικός latelier / more lately
υπερθετικός lateliest / most lately

  Ετυμολογία επεξεργασία

lately < late + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

lately (en)

  Πηγές επεξεργασία