γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό largué largués
θηλυκό larguée larguées

  Επίθετο

επεξεργασία

largué (fr)

  • être largué: (οικείο) « έχω χάσει το μπαλάκι », δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω μια συζήτηση ή να ασχοληθώ με μια δουλειά, δεν καταλαβαίνω

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη larguer