laponino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laponino | laponinoj |
αιτιατική | laponinon | laponinojn |
laponino (eo)
- η καταγόμενη από τη Λαπωνία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laponino | laponinoj |
αιτιατική | laponinon | laponinojn |
laponino (eo)