Ετυμολογία

επεξεργασία
laotien < Laos + -ien

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

laotien (fr) αρσενικό

  1. (γλώσσα) γλώσσα που μιλιέται στο Λάος
     συνώνυμα: lao
  2. η γραφή της παραπάνω γλώσσας

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό laotien laotiens
θηλυκό laotienne laotiennes

laotien (fr)

  1. σχετικός με το Λάος