grec
(Ανακατεύθυνση από langue grecque)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | grec | grecs |
θηλυκό | grecque | grecques |
grec (fr)
- ελληνικός
- ⮡ l’alphabet grec - το ελληνικό αλφάβητο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
grec | grecs |
grec (fr) αρσενικό
- πίτα με γύρο
- ⮡ je voudrais un grec avec des frites, s'il-vous-plaît !
- θα ήθελα ένα «ελληνικό» (πίτα, γύρο) με τηγανητές πατάτες, παρακαλώ!
- ⮡ je voudrais un grec avec des frites, s'il-vous-plaît !
- (γλώσσα) τα ελληνικά, η ελληνική γλώσσα
- ⮡ je parle grec - μιλάω ελληνικά.
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαgrec (ro)
- ελληνικός
- ⮡ alfabetul grec - το ελληνικό αλφάβητο