Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

landlimo < landlim + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική landlimo landlimoj
αιτιατική landlimon landlimojn

landlimo (eo)

en la regiono kuniĝas landlimoj de tri landoj
στην περιοχή συγκεντρώνονται τα σύνορα τριών χωρών