lageto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- lageto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lageto | lagetoj |
αιτιατική | lageton | lagetojn |
lageto (eo)
- η λιμνούλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | lageto | lagetoj |
αιτιατική | lageton | lagetojn |
lageto (eo)