laborborso
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laborborso | laborborsoj |
αιτιατική | laborborson | laborborsojn |
laborborso (eo)
- κέντρο εργασίας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laborborso | laborborsoj |
αιτιατική | laborborson | laborborsojn |
laborborso (eo)