laboranto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboranto | laborantoj |
αιτιατική | laboranton | laborantojn |
laboranto (eo)
- ο εργάτης
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laboranto | laborantoj |
αιτιατική | laboranton | laborantojn |
laboranto (eo)