laŭleĝa
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭleĝa | laŭleĝaj |
αιτιατική | laŭleĝan | laŭleĝajn |
laŭleĝa (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | laŭleĝa | laŭleĝaj |
αιτιατική | laŭleĝan | laŭleĝajn |
laŭleĝa (eo)