Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
lésion lésions

  Ουσιαστικό επεξεργασία

lésion (fr) θηλυκό

  1. αδίκημα εναντίον των συμφερόντων κάποιου
  2. τραύμα, αλλοίωση

Συγγενικά επεξεργασία