lésionnel
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- lésionnel < lésion
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lésionnel | lésionnels |
θηλυκό | lésionnelle | lésionnelles |
lésionnel (fr)
- σχετικός με μια αλλοίωση, τραυματικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lésionnel | lésionnels |
θηλυκό | lésionnelle | lésionnelles |
lésionnel (fr)