Ετυμολογία

επεξεργασία
kyrielle < keriele, « λιτανεία » < kyrie eleison < αρχαία ελληνική Κύριε ἐλέησον (βλέπε και το νεοελληνικό Κύριε ελέησον)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ki.ʁjɛl/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
kyrielle kyrielles

kyrielle (fr) θηλυκό

  1. το τσούρμο
    une kyrielle d'écoliers - ένα τσούρμο μαθητών
     συνώνυμα: quantité, ribambelle
  2. το κατεβατό
    une kyrielle d'injures - ένα κατεβατό βρισιών
     συνώνυμα: litanie, série, suite