kyrielle
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kyrielle < keriele, « λιτανεία » < kyrie eleison < αρχαία ελληνική Κύριε ἐλέησον (βλέπε και το νεοελληνικό Κύριε ελέησον)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
kyrielle | kyrielles |
kyrielle (fr) θηλυκό