kvinono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvinono | kvinonoj |
αιτιατική | kvinonon | kvinonojn |
kvinono (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvinono | kvinonoj |
αιτιατική | kvinonon | kvinonojn |
kvinono (eo)