kvindeka
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvindeka | kvindekaj |
αιτιατική | kvindekan | kvindekajn |
kvindeka (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kvindeka | kvindekaj |
αιτιατική | kvindekan | kvindekajn |
kvindeka (eo)