kverelo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kverelo < γαλλική querelle
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kverelo | kvereloj |
αιτιατική | kverelon | kverelojn |
kverelo (eo)
- ο καβγάς
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kverelo | kvereloj |
αιτιατική | kverelon | kverelojn |
kverelo (eo)