kuratoro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuratoro | kuratoroj |
αιτιατική | kuratoron | kuratorojn |
kuratoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuratoro | kuratoroj |
αιτιατική | kuratoron | kuratorojn |
kuratoro (eo)