kuraro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraro | kuraroj |
αιτιατική | kuraron | kurarojn |
kuraro (eo)
- η εφημερία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraro | kuraroj |
αιτιατική | kuraron | kurarojn |
kuraro (eo)