kupo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kupo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupo | kupoj |
αιτιατική | kupon | kupojn |
kupo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupo | kupoj |
αιτιατική | kupon | kupojn |
kupo (eo)