kupeo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupeo | kupeoj |
αιτιατική | kupeon | kupeojn |
kupeo (eo)
- το κουπέ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupeo | kupeoj |
αιτιατική | kupeon | kupeojn |
kupeo (eo)