kunveturado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunveturado | kunveturadoj |
αιτιατική | kunveturadon | kunveturadojn |
kunveturado (eo)
- η από κοινού χρήση ενός αυτοκινήτου, κυρίως για λόγους οικονομίας