Ετυμολογία

επεξεργασία
kunveturado < kun + veturado

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική kunveturado kunveturadoj
αιτιατική kunveturadon kunveturadojn

kunveturado (eo)