kunlernanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunlernanto | kunlernantoj |
αιτιατική | kunlernanton | kunlernantojn |
kunlernanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kunlernanto | kunlernantoj |
αιτιατική | kunlernanton | kunlernantojn |
kunlernanto (eo)