kuniklino
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuniklino | kuniklinoj |
αιτιατική | kuniklinon | kuniklinojn |
kuniklino (eo)
- η κουνέλα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuniklino | kuniklinoj |
αιτιατική | kuniklinon | kuniklinojn |
kuniklino (eo)