kulpigito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kulpigito | kulpigitoj |
αιτιατική | kulpigiton | kulpigitojn |
kulpigito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kulpigito | kulpigitoj |
αιτιατική | kulpigiton | kulpigitojn |
kulpigito (eo)