kulero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kulero | kuleroj |
αιτιατική | kuleron | kulerojn |
kulero (eo)
- το κουτάλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kulero | kuleroj |
αιτιατική | kuleron | kulerojn |
kulero (eo)