kuiristo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- kuiristo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuiristo | kuiristoj |
αιτιατική | kuiriston | kuiristojn |
kuiristo (eo)
- ο μάγειρας
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuiristo | kuiristoj |
αιτιατική | kuiriston | kuiristojn |
kuiristo (eo)