kształtować (pl)

  1. δίνω σχήμα ή μορφή, σχηματίζω, φτιάχνω, φορμάρω
  2. πλάθω, επηρεάζω καθοριστικά

Συγγενικά

επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη kształt