Ετυμολογία

επεξεργασία
kształt < (άμεσο δάνειο) γερμανική Gestalt

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kʃtawt/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kształt (pl) αρσενικό

  • το σχήμα (η εξωτερική μορφή ενός αντικειμένου)

Συγγενικά

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • γράφεται με "sz" και όχι με "rz" όπως είναι ο κανόνας όταν προηγείται σύμφωνο (ανήκει στις εξαιρέσεις)