kroniko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kroniko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kroniko | kronikoj |
αιτιατική | kronikon | kronikojn |
kroniko (eo)
- το χρονικό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kroniko | kronikoj |
αιτιατική | kronikon | kronikojn |
kroniko (eo)