krizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizo | krizoj |
αιτιατική | krizon | krizojn |
krizo (eo)
- η κρίση
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | krizo | krizoj |
αιτιατική | krizon | krizojn |
krizo (eo)