kriplaĵo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kriplaĵo | kriplaĵoj |
αιτιατική | kriplaĵon | kriplaĵojn |
kriplaĵo (eo)
- η αναπηρία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kriplaĵo | kriplaĵoj |
αιτιατική | kriplaĵon | kriplaĵojn |
kriplaĵo (eo)