kriado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kriado | kriadoj |
αιτιατική | kriadon | kriadojn |
kriado (eo)
- το ουρλιαχτό
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kriado | kriadoj |
αιτιατική | kriadon | kriadojn |
kriado (eo)