kreito
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kreito | kreitoj |
αιτιατική | kreiton | kreitojn |
kreito (eo)
- το πλάσμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kreito | kreitoj |
αιτιατική | kreiton | kreitojn |
kreito (eo)